- προεισπαίω
- προεισ-παίω,A burst in before, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεισπαίω — Α 1. εισβάλλω κάπου ορμητικά, με έφοδο 2. (κατά τον Ησύχ.) «προεισπεπαικότες προεισελθόντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπαίω «έρχομαι ορμητικά»] … Dictionary of Greek